στερεομετρικός

στερεομετρικός
-ή, -ό / στερεομετρικός, -ή, -όν, ΝΑ [στερεομετρία.]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεομετρία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η στερεομετρική
(φωτογραμμ.) η τεχνική στερεοσκοπικής μέτρησης τών διαστάσεων τών σωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στερεομετρικά — στερεομετρικός of neut nom/voc/acc pl στερεομετρικά̱ , στερεομετρικός of fem nom/voc/acc dual στερεομετρικά̱ , στερεομετρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεομετρικόν — στερεομετρικός of masc acc sg στερεομετρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”